- φιλοτέχνως
- ΝΜΑ, και φιλότεχνα Νεπίρρ. βλ. φιλότεχνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοτέχνως — φιλότεχνος fond of adverbial φιλότεχνος fond of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφιλοτεχνώ — ἐμφιλοτεχνῶ, ( έω) (Α) καταγίνομαι, ασχολούμαι φιλοτέχνως με κάτι … Dictionary of Greek
πολυδάπανος — η, ο / πολυδάπανος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, που προξενεί μεγάλη δαπάνη (α. «πολυδάπανη επιχείρηση» β. «ὥστε οὔτε ἔρημός ποτε ἡ τράπεζα βρωτῶν γίγνεται... οὔτε πολυδάπανος», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) σπάταλος, πολυέξοδος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και … Dictionary of Greek